σπερματισμός

σπερματισμός
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα τού άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τού εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπερματισμός — ο 1. εκσπερματισμός, παραγωγή σπέρματος. 2. βιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σπέρμα παίζει το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του εμβρύου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπερματισμοῖς — σπερματισμός production of seed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμούς — σπερματισμός production of seed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμῷ — σπερματισμός production of seed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμόν — σπερματισμός production of seed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσπερμάτιση — η κ. σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, σπερματισμός) η εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • семенение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σπερματισμός) оплодотворение.  … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”