- σπερματισμός
- ο, ΝΜΑνεοελλ.βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα τού άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τού εμβρύουμσν.γονιμοποίησημσν.-αρχ.1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].
Dictionary of Greek. 2013.